τελετάρχης

τελετάρχης
τελετάρχης
founder of mysteries
masc nom sg
τελεταρχέω
to be in charge of the mysteries
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τελετάρχης — ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. αυτός που διευθύνει τελετή μσν. αρχ. 1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.) 2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι τάξη θείων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή +… …   Dictionary of Greek

  • τελετάρχης — ο αυτός που διευθύνει τη διεξαγωγή της τελετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελετάρχαι — τελετάρχης founder of mysteries masc nom/voc pl τελετάρχᾱͅ , τελετάρχης founder of mysteries masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεταρχῶν — τελετάρχης founder of mysteries masc gen pl τελεταρχέω to be in charge of the mysteries pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχαις — τελετάρχης founder of mysteries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχην — τελετάρχης founder of mysteries masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχου — τελετάρχης founder of mysteries masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχῃ — τελετάρχης founder of mysteries masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχα — τελετάρχᾱ , τελετάρχης founder of mysteries masc nom/voc/acc dual τελετάρχης founder of mysteries masc voc sg τελετάρχᾱ , τελετάρχης founder of mysteries masc gen sg (doric aeolic) τελετάρχης founder of mysteries masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεταρχώ — έω, ΜΑ [τελετάρχης] μσν. παθ. τελεταρχοῡμαι, έομαι α) καθιερώνομαι («τὸ κούρευμα, δι οὗ οἱ μοναχοὶ τῷ θεώ καθοσιοῡνται, οὐκ ἄλλως τελεταρχοῡνται», Ευστ.) β) (για πράγμ.) εκτελούμαι αρχ. είμαι επικεφαλής κατά την τέλεση μυστηρίου, είμαι τελετάρχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”